ψαροπούλα

ψαροπούλα
[псаропула] ουσ. Θ. рыбачья лодка.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψαροπούλα" в других словарях:

  • ψαροπούλα — η, Ν 1. κόρη ψαρά 2. ψαρόβαρκα («ξεκινάει μια ψαροπούλα...», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλώ, ενώ κατ άλλους πρόκειται για συγκεκομμένο τ. τού ψαροβαρκοπούλα (< ψάρι [Ι] + βάρκα + πούλα*)] …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ξεκινώ — άω 1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...») 2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κινῶ (αόρ. ἐξ εκίνησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»